- άι
- (I)(παρακελευσματικό μόριο, συνήθως με προστακτική β' προσώπου) άντε!...[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄγε, προστ. τού ρ. ἄγω, πρβλ. άμε* < άγωμε < αρχ. ἄγωμεν].————————(II)επιφών. (που μπορεί και να επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές)δηλώνει πόνο, έκπληξη, θαυμασμό ή χαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἴ ή αἶ*].————————(III)αντί τού άγιος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγι- < άγις < άγιος. Από την ετυμολογία τής λ. είναι φανερό πως η ορθή γραφή τού συγκεκομμένου για το άγιος τύπου είναι άι- (Άι-Νικόλας) και όχι Άη- (Άη-Νικόλας)].
Dictionary of Greek. 2013.